- λιδορικιώτικος
- -η, -ο- αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λιδορίκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιδορικιώτικος — η, ο αυτός που κατάγεται ή ανήκει στο Λιδορίκι: Έφτιαξα ένα ορεκτικό με λιδορικιώτικο τυρί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)